- πακετάρω
- πακετάρω, πακετάρισα βλ. πίν. 55
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πακετάρω — [πακέτο] συσκευάζω σε πακέτο … Dictionary of Greek
πακετάρω — πακετάρισα, πακεταρίστηκα, πακεταρισμένος, συσκευάζω κάτι κάνοντάς το πακέτο, δέμα: Σε μία μέρα πακετάρισα χίλια ζευγάρια παπούτσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πακετάρισμα — το [πακετάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πακετάρω, συσκευασία σε πακέτο … Dictionary of Greek